εὐλίβανος

εὐλίβανος
εὐλίβᾰνος [ῐ], ον,
A rich in frankincense, Aristonous 1.23, Orph.H. 55.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευλίβανος — εὐλίβανος, ον (Α) πλούσιος σε λιβανωτό («εὐλιβάνου Συρίης», Ορφ. ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λίβανος] …   Dictionary of Greek

  • εὐλιβάνου — εὐλίβανος rich in frankincense masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιβάνους — εὐλίβανος rich in frankincense masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”